- κιβδηλεύων
- κιβδηλεύωadulteratepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιβδηλεύω — (ΑΜ κιβδηλεύω) [κίβδηλος] νοθεύω, παραποιώ ευγενή μέταλλα, κυρίως χρυσό και άργυρο, ή νομίσματα ή εμπορεύματα (α. «τοῑς τὸ νόμισμα κιβδηλεύουσιν», Αριστοτ. β. «πᾱς γὰρ τῶν κατ ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται καὶ ἀπατᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek